ανακύλιση

ανακύλιση
η
1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη
2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα
3. ανατροπή, αναποδογύρισμα
4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνακυλίσῃ — ἀνακυλί̱σῃ , ἀνά κυλίνδω roll aor subj mid 2nd sg ἀνακυλί̱σῃ , ἀνά κυλίνδω roll aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”