- ανακύλιση
- η1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα3. ανατροπή, αναποδογύρισμα4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.